- απάνευθε
- κ. -θεν (Α) [άνευθε]1. μακριά, πολύ μακριά2. μακριά από κάτι, αποτραβηγμένος, αποχωρισμένος από κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπάνευθε — afar off indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάνευθ' — ἀπάνευθε , ἀπάνευθε afar off indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάνευθεν — ἀπάνευθε afar off indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνευ — (AM ἄνευ) (πρόθ. καταχρηστική που προτάσσεται και σπάνια επιτάσεται στην Αρχαία) χωρίς, δίχως νεοελλ. φρ. «είναι εκ των ων ουκ άνευ» είναι απαραίτητος μσν. (και ως σύνδ.) εκτός (αν), παρά μόνο, αλλά αρχ. 1. μακριά 2. άσχετα από κάτι 3. εκτός του… … Dictionary of Greek
μήνη — η (Α μήνη και μάνη) η σελήνη, ιδίως κατά τη διάρκεια τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών τής φάσης της, καθώς και το γεωμετρικό δρεπανοειδές σχήμα που παίρνει αυτή κατά τη διάρκεια αυτών τών ημερών, αλλ. μηνίσκος («τοῡ δ ἀπάνευθε σέλας γένετ ἠύτε… … Dictionary of Greek